σουδητικός

σουδητικός
-ή, -ό, Ν [Σουδήτες]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουδήτες και στη Σουδητία («σουδητικά Όρη» — οροσειρές τής Τσεχοσλοβακίας, στα σύνορα με την Πολωνία, οι οποίες καλύπτουν τα εδάφη τής βόρειας Βοημίας και τής Μοραβίας που συγκροτούν τη λεγόμενη περιοχή τής Σουδητίας)
2. φρ. «σουδητική πτύχωση»
γεωλ. τεκτονική φάση τής ερκύνιας ορογένεσης, η οποία συντελέστηκε κατά την διάρκεια τού λιθανθρακοφόρου, πριν από 325 περίπου εκατομμύρια χρόνια, μεταξύ βιζαίας και ναμούριας βαθμίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”